Γράφει η Λήδα Αναγνωστάκη
Ψυχανάλυση και εκπαίδευση: με ποιο τρόπο συνδέονται;
Στο σύντομο αυτο άρθρο θα αποπειραθώ μία πρώτη προσέγγιση ενός θέματος που θεωρώ ότι έχει πολύ ενδιαφέρον για όλους και όλες που τους απασχολεί η θεωρία και η πρακτική της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Πρόκειται για την πολυεπίπεδη σχέση της ψυχανάλυσης με την εκπαίδευση. Θα ασχοληθώ με τα βασικά ερωτήματα: Πώς σχετίζεται η ψυχαναλυτική θεωρία με την εκπαίδεση; Γιατί αφορά τον/την εκπαιδευτικό; Τι έχει να προτείνει αυτή η σύνδεση;
Προτού προσεγγίσουμε όμως τα ερωτήματα αυτά, θα ήθελα να κάνω μία σημαντική επισήμανση. Οι εκπαιδευτικοί δεν είναι, και σε καμία περίπτωση δεν οφείλουν να είναι, ψυχαναλυτές ή ψυχολόγοι. Οι ρόλοι αυτοί είναι απόλυτα διακριτοί: οι εκπαιδευτικοί είναι εκπαιδευτικοί και όχι ψυχοθεραπευτές. Ωστόσο, θεωρώ ότι μπορούν να επωφεληθούν εξαιρετικά από την ψυχαναλυτική κατανόηση ατομικών και ομαδικών φαινομένων μέσα στην τάξη τους, ώστε να επιτελέσουν αποτελεσματικότερα το παιδαγωγικό τους έργο που ασφαλώς αφορά την ολόπλευρη ανάπτυξη (και όχι μόνο τη γνωστική ανάτπυξη) των εκπαιδευομένων.
Γιατί η ψυχανάλυση;
Η ψυχανάλυση δεν είναι μόνο μία συγκεκριμένη ψυχοθεραπευτική μέθοδος. Είναι και πολλά παραπάνω από αυτό: προσφέρει μία πλούσια θεωρία για τα ψυχικά και κοινωνικά φαινόμενα. Βασική αρχή της είναι ότι η συμπεριφορά όλων μας δεν εξαρτάται μόνο από εξωτερικούς, εμφανείς, λογικούς και συνειδητούς παράγοντες. Αντίθετα, επηρεάζεται καθοριστικά από εσωτερικούς, μη φανερούς, πολλές φορές μη λογικούς, ασυνείδητους παράγοντες. Αυτό αφορά και την εκπαιδευτική διαδικασία, όπως και όλες τις ανθρώπινες εκδηλώσεις. Στη σχολική τάξη, και σε όλα τα εκπαιδευτικά πλαίσια, η ασυνείδητη πλευρά των συμμετεχόντων παίζει σημαντικό ρόλο στην εμπειρία των ατόμων και στο τελικό αποτέλεσμα. Ας σκεφθούμε αυτό το παράδειγμα:
Είναι η αρχή της σχολικής χρονιάς. Ο Κωστής και ο Πέτρος, συμμαθητές στο νηπιαγωγείο, αγόρια με κανονική ανάπτυξη και νοημοσύνη, είναι φέτος «πρωτάκια» στο Δημοτικό. Η οικογένεια του Κωστή πέρασε ένα σχετικά ήρεμο καλοκαίρι και όλοι στην οικογένεια περίμεναν με χαρά, περηφάνεια και κάποια αγωνία την έναρξη της σχολικής χρονιάς. Στην οικογένεια του Πέτρου τα πράγματα δεν ήταν ήρεμα. Οι γονείς είχαν συνεχείς καυγάδες μεταξύ τους, με συνέπεια ο πατέρας να φύγει από το σπίτι. Μέσα σε όλη αυτή την αναταραχή, η έναρξη της σχολικής χρονιάς πέρασε «απαρατήρητη». Στη μέση της χρονιάς, ο Κωστής προχωρά καλά ακαδημαϊκά και χαίρεται με αυτά που καταφέρνει. Ο Πέτρος έχει μείνει λίγο πίσω σε σχέση με τα υπόλοιπα παιδιά της τάξης και δυσανασχετεί με τα μαθήματα του σχολείου.
Πολλοί θα αναζητήσουμε την αιτία της αρνητικής στάσης της Πέτρου προς τη μάθηση σε συναισθηματικούς παράγοντες, που πιθανά ο ίδιος να μην είναι σε θέση να αντιληφθεί. Ασφαλώς, μπορεί να γίνουν πολλές υποθέσεις (οι οποίες να είναι συμπληρωματικές και όχι αλληλοαποκλειόμενες). Ενδεχομένως, η θλίψη του για το χωρισμό των γονέων του δεν επιτρέπει στον Πέτρο να συγκεντρωθεί στις μαθησιακές απαιτήσεις, ή η μη επένδυση των γονέων του στο σχολείο δεν του δίνει το κίνητρο να επενδύσει και εκείνος με τη σειρά της στη μάθηση, είτε τέλος σκεφθεί κανείς την ταύτιση του Πέτρου με τους γονείς του που βρίσκονται σε μία κατάσταση διάλυσης και αποσύνδεσης και όχι σε διαδικασία σύνθεσης και δημιουργίας (η οποία εν τέλει επιτρέπει τη μάθηση). Φαίνεται πάντως οι μη συνειδητοί συναισθηματικοί παράγοντες να παίζουν καθοριστικό ρόλο στην ικανότητα του να μάθει.
Η ψυχαναλυτική θεώρηση του σχολείου εστιάζει ακριβώς εκεί: πηγαίνει «πέρα και πίσω» από το γνωστικό κομμάτι και προσπαθεί να ρίξει φως στην πολυπλοκότητα της συναισθηματικής διάστασης της διδασκαλίας και της μάθησης και υποστηρίζει ότι τα περισσότερα πράγματα που συμβαίνουν σε μία σχολική τάξη δεν είναι χειροπιαστά ή συνειδητά και ενδεχομένως να μη σχετίζονται άμεσα με αυτό που τυπικά θα ονομάζαμε διδασκαλία -είναι συναισθήματα, σκέψεις, ψυχικές κινήσεις. Ακολουθώντας αυτό τον τρόπο σκέψης, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι ποτέ δύο μαθητές δεν έχουν ακριβώς την ίδια εμπειρία σε μία τάξη. Αυτή την υποκειμενική εμπειρία του κάθε μαθητή και μαθήτριας (αλλά και κάθε εκπαιδευτικού) είναι που μπορούμε να προσεγγίσουμε μέσω της ψυχαναλυτικής κατανόησης.