Γράφει ο Μάνος Παυλάκης
Ένα συχνό φαινόμενο τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο είναι να εναλλάσσονται οι έννοιες «εκπαίδευση», «μάθηση», «κατάρτιση», όπως επίσης και εκείνες της «δια βίου μάθησης» ή «δια βίου εκπαίδευσης» και «εκπαίδευσης ενηλίκων», χωρίς πάντα να είναι απολύτως κατάλληλη η χρήση τους για την εκάστοτε περίσταση. Πραγματικά, ποια μπορεί να είναι η διαφορά ανάμεσα σε μια εκπαιδευτική διαδικασία και μια αντίστοιχη μαθησιακή; Ή σε τι διαφορετικό στοχεύει μια δράση εκπαίδευσης από μια αντίστοιχη κατάρτισης; Ας τα δούμε αναλυτικά.
Πρώτα ας ξεκινήσουμε με την παραδοχή ότι η μάθηση συνδέεται με μια αλλαγή στη συμπεριφορά. Η αλλαγή αυτή μπορεί να είναι μικρή, μεγαλύτερη, σταδιακή ή μόνιμη, το σίγουρο όμως είναι ότι καταλήγει στην υιοθέτηση ενός διαφορετικού τρόπου αντίληψης και συνεπακόλουθου τρόπου συμπεριφοράς (Bigge, 1999). Μάθηση αποτελεί εκείνη τη «διεργασία του μετασχηματισμού της εμπειρίας σε γνώσεις, δεξιότητες, στάσεις και αξίες, συναισθήματα» (Jarvis, 2004: 50). Περισσότερα για τη διαδικασία της μάθησης και πώς αυτή επιτυγχάνεται θα δούμε και στο κεφ. 2.3 μέσα από το έργο του D. Kolb. Από την άλλη πλευρά, η έννοια της εκπαίδευσης είναι περισσότερο συνδεδεμένη με δράσεις και παρεμβάσεις που σχεδιάζονται, υλοποιούνται και αξιολογούνται με ένα τρόπο οργανωμένο, που υποδηλώνει την ύπαρξη φορέων. Βασικό στοιχείο σε αυτές τις δράσεις είναι η συνειδητή συμμετοχή των εκπαιδευόμενων και βέβαια η ύπαρξη προκαθορισμένων εκπαιδευτικών στόχων (Jarvis, 2004).
Πέρα από το τυπικό στοιχείο, της ύπαρξης δηλαδή οργανωμένου πλαισίου, ή τη συνειδητή διαδικασία με την οποία κάποιος/κάποια εισέρχεται σε μια εκπαιδευτική/μαθησιακή διαδικασία, είναι σαφές ότι οι έννοιες αυτές εύκολα μπορεί να συγχέονται. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, όπως υποστηρίζει ο Κόκκος (2005: 33): «η εκπαίδευση εμπεριέχει πάντοτε μάθηση, όμως η μάθηση
αποτελεί έννοια ευρύτερη της εκπαίδευσης, δεδομένου ότι δεν έχουν όλες οι μορφές μάθησης εκπαιδευτικό χαρακτήρα».
Παρόμοια δυσκολία υπάρχει στη συζήτηση μεταξύ των εννοιών της εκπαίδευσης και της κατάρτισης. Σε γενικές γραμμές, θα λέγαμε ότι η έννοια της κατάρτισης είναι περισσότερο σχετιζόμενη με την ανάπτυξη γνώσεων και δεξιοτήτων, που θα αξιοποιηθούν στην αγορά εργασίας. Στο επίσημο γλωσσάρι του Cedefop, του ευρωπαϊκού οργανισμού για την επαγγελματική κατάρτιση,
η έννοια της κατάρτισης θεωρείται ως ένα «μέρος της επαγγελματικής εκπαίδευσης που παρέχει τις ειδικές επαγγελματικές γνώσεις και δεξιότητες με τις οποίες ολοκληρώνεται η επαγγελματική επάρκεια του εκπαιδευομένου…» (Cedefop, 1996: 51). Ωστόσο, παλιότερες αντιλήψεις (ενδεικτικά: Peters, 1967 · Dearden, 1984 όπ. αναφ. στο Κόκκος, 2005) περί συγκεκριμένων στόχων που έχει η κατάρτιση σε θέματα κυρίως πιο πρακτικά ή και ,τεχνικά, χωρίς να δίνει έμφαση στην ποιότητα και το βάθος της κατανόησης, φαίνεται ότι σταδιακά
έχουν παραμεριστεί. Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω απόσπασμα από συνέντευξη του Alan Rogers:
Οι ενήλικοι έρχονται στην εκπαίδευση με τον δικό τους σκοπό […]. Για παράδειγμα, έρχεται κάποιος και ζητά να μάθει να παίζει ένα μουσικό όργανο. Λέει, λοιπόν, «πάντα μήθελα να μάθω και τώρα θα μάθω», και αυτό δεν γίνεται ούτε για επαγγελματικούς λόγους ούτε για λόγους συμμετοχής. Γίνεται απλά για λόγους προσωπικής ικανοποίησης. Από την άλλη, δεν μπορείς να αποκλείσεις την οικονομική διάσταση του ανθρώπου […]. Γνώριζα ένα κύριο μέσης ηλικίας ο οποίος ήθελε να παρακολουθήσει μαθήματα φωτογραφίας για προσωπική του ευχαρίστηση και μετά αυτό έγινε το κύριο επάγγελμά του. Έκανε τη δική του επιχείρηση. Δεν μπορούμε πραγματικά να κάνουμε ένα σαφή διαχωρισμό (Rogers, 2005: 183).
Κλείνουμε την ενότητα σχετικά με τις εννοιολογικές αποσαφηνίσεις με μια σύντομη συζήτηση γύρω από τους όρους δια βίου μάθηση και εκπαίδευση ενηλίκων. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το 1996, αφιερωμένο στη δια βίου μάθηση έδωσε στη δημοσιότητα τον παρακάτω ορισμό για τη δια βίου μάθηση:
Η διά βίου μάθηση είναι περισσότερο μια προσέγγιση, που εστιάζει στις ευκαιρίες και διαδικασίες μάθησης του ατόμου, αναγνωρίζοντας ότι αυτές οι ευκαιρίες και διαδικασίες τροφοδοτούνται από πολλούς κοινωνικούς θεσμούς, μσυμπεριλαμβανομένων όχι μόνο της τυπικής εκπαίδευσης και των συστημάτων κατάρτισης, αλλά και της οικογένειας, της επιχείρησης και των μέσων επικοινωνίας. μΑπό το παραπάνω είναι κατανοητό ότι η εκπαίδευση ενηλίκων δεν μπορεί παρά να είναι ένα συγκεκριμένο και διακριτό τμήμα του ευρύτερου πλαισίου εντός του οποίου αναπτύσσεται η δυναμική της δια βίου μάθησης. Επομένως, η εκπαίδευση ενηλίκων απευθύνεται σε άτομα που θεωρούνται ενήλικα με βάση τις συνθήκες της ζωής τους και τη δυνατότητα που έχουν να λαμβάνουν αποφάσεις μόνοι τους και να αυτοκαθορίζονται, ανεξάρτητα από τον περιορισμό του να έχουν ολοκληρώσει ή όχι τα 18 έτη ηλικίας.
Η έννοια, επομένως, της ενηλικιότητας στην εκπαίδευση ενηλίκων έχει μια ιδιαίτερη βαρύτητα που καθορίζεται από παράγοντες, όπως ωριμότητα, υπευθυνότητα και αυτοπροσδιορισμό (Κόκκος, 2007).