γράφει ο Στέλιος Λ. Παπαλεξανδρόπουλος, Ομότιμος Καθηγητής ΕΚΠΑ
Εάν η Θεολογία είναι μια δέσμη επιστημών (ιστορικών, φιλολογικών, κοινωνικών, νομικών) που περιστρέφεται γύρω από δεδομένα θρησκευτικού χαρακτήρα τα οποία θεωρούνται αλήθεια, η Θρησκειολογία είναι η ίδια δέσμη επιστημών, με τη διαφορά ότι δεν θεωρεί αυτά τα δεδομένα ούτε αλήθεια ούτε ψέμα. Δεν μπαίνει σε αυτό το θέμα, διότι θεωρεί ότι η επιστήμη πρέπει να μένει στα όρια του εμπειρικά αποδείξιμου. Το αν ένα θρησκευτικό δεδομένο (π.χ. ότι ο Μωάμεθ έλαβε το Κοράνι μέσα από θεϊκή αποκάλυψη) είναι αλήθεια ή ψέμα, το αφήνει στην προσωπική διάθεση. Διαχωρίζει αυτήν την προσωπική διάθεση, από την οποία μπορεί να προκύψει η προσωπική θρησκευτική δέσμευση, από την απλή, κατά το δυνατόν απροϋπόθετη και αντικειμενική επιστημονική έρευνα αυτού που ονομάζουμε θρησκεία. Για τη Θρησκειολογία η θρησκεία ως φαινόμενο και οι θρησκείες ως ιστορικά δεδομένα είναι αντικείμενα των οποίων οι διάφορες όψεις (η ταυτότητά τους, η ιστορική τους διαδρομή, οι σχέσεις τους με άλλα μεγέθη κ.λπ.) είναι απλώς αντικείμενα επιστημονικής έρευνας, το ίδιο όπως και τα αντικείμενα οποιασδήποτε άλλης επιστήμης. Δεν ασχολείται με το αν είναι αληθινά ή ψεύτικα και, φυσικά, δεν τα κατατάσσει σε ανώτερα ή κατώτερα, αν και αυτό συνέβη για ένα διάστημα τον 19ο αιώνα, που η θεωρία της εξέλιξης είχε επηρεάσει και τη Θρησκειολογία, όμως πρόκειται για μια ιστορία που ανήκει στη νηπιακή ηλικία της Θρησκειολογίας.
Στη Θρησκειολογία οι θρησκείες θεωρούνται ως δεδομένα του ανθρώπινου πολιτισμού και ως τέτοιες τις ερευνά. Για τους περισσότερους σημερινούς θρησκειολόγους αποτελούν επίσης προϊόντα του ίδιου πολιτισμού, αλλά εδώ πρέπει να παρατηρηθεί μια παρέκκλιση από τον νόμο της ουδετερότητας, που θεωρητικά διέπει την επιστημονικότητα που αξιώνει η Θρησκειολογία για τον εαυτό της. Και άλλες τέτοιες παρεκκλίσεις μπορούν να παρατηρηθούν. Αίφνης, συχνά στὶς θρησκείες συναντάμε πράγματα, που χαρακτηρίζονται ως προϊόντα του λεγόμενου φαντασιακού –της ανθρώπινης φαντασίας, όπως θα λέγαμε απλούστερα. Η Θρησκειολογία δεν θα έπρεπε να αποφαίνεται με τόση σιγουριά για την προέλευση αυτών των πραγμάτων. Αντίθετα, αυτό που πρέπει να την ενδιαφέρει, ώστε να μη δίνει και την εντύπωση ότι ασχολείται με ένα αντικείμενο που δεν έχει καμιά πρακτική αξία, είναι τα αποτελέσματα που έχουν αυτά τα προϊόντα: φαντασιακά ή όχι, άπαξ και γίνουν αντικείμενα πίστης, δημιουργούν συμπεριφορές, ηθικές, τέχνη, κοινωνικές θεσμίσεις, ολόκληρους πολιτισμούς. Το ίδιο συμβαίνει και με την απουσία τους, όταν δηλαδή πολιτισμοί γεννιούνται ακριβώς μέσα από την απουσία της θρησκείας –υποτιθέμενη: κάποια μορφή θρησκείας πάντα υπάρχει. Ο μοντερνισμός είναι το πιο κοινὸ παράδειγμα: το κενό που δημιουργήθηκε με την υποχώρηση των παραδοσιακών θρησκειών και στο οποίο οφείλει τη γέννησή του, καλύφθηκε πάραυτα με την εμφάνιση των Νέων Θρησκειών.
Λοιπόν, τα αποτελέσματα, τα προϊόντα της ύπαρξης ή της ανυπαρξίας της θρησκείας στην ατομική ζωή, στην κοινωνία και στον πολιτισμό είναι το αντικείμενο της θρησκειολογικής έρευνας και γι’ αυτό το έργο της έχει μεγάλη πρακτική αξία. Στη χώρα μας, δυστυχώς, η αξία της θρησκείας ως δημιουργού πολιτισμών δεν έχει κατανοηθεί. Λες και είναι δυνατόν να κατανοήσουμε π.χ. τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό δίχως τη μελέτη των θρησκειών του -τη στιγμή που το συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό π.χ. των εκθεμάτων οποιουδήποτε μουσείου αφιερωμένου σε αυτόν κραυγάζει το αντίθετο. Το ίδιο ισχύει για κάθε πολιτισμό, αλλά και για τον ίδιο τον άνθρωπο, του οποίου τον τρόπο σκέψης, τη συμπεριφορά, την παντοειδή δράση δεν μπορούμε να κατανοήσουμε χωρίς τη μελέτη της θρησκείας.
Η Θρησκειολογία μπορεί να βοηθήσει τη Θεολογία με πολλούς τρόπους. Εφόσον πρόκειται για την Ορθόδοξη Χριστιανική Θεολογία, μπορεί π.χ. να τη βοηθήσει να διακρίνει τη διαφορά ή την ομοιότητα του Ορθόδοξου Χριστιανισμού -ανάλογα με τις μεταμορφώσεις που υφίσταται ο ίδιος μέσα στην ιστορία του- από άλλες θρησκείες, μέσα από τη λεγόμενη τυπολογία των θρησκειών: μέσα από τη σύγκριση των μορφών που παίρνει αυτός ο Χριστιανισμός με τους ποικίλους τύπους θρησκείας που υπάρχουν, μπορούμε να δούμε σε ποιο τύπο θρησκείας ανήκουν αυτές οι μορφές και συνεπώς ποια βασική ταυτότητα του προσπορίζουν. Έτσι, έχουμε π.χ. τον υπερβατικό τύπο (που έχει ως σκοπό την υπέρβαση του κόσμου για έναν υψηλότερο, π.χ. έναν μεταθανάτιο παράδεισο ή για την αρχική πηγή του κόσμου ή τη βάση του), τον μυστικιστικό (που έχει ως σκοπό την ένωση με τον Θεό ή με ό,τι θεωρεί ως απόλυτο) τον εσχατολογικό (που ο σκοπός του ή η ολοκλήρωσή του, που περιλαμβάνει συνήθως μια ριζική αλλαγή του κόσμου, όπως π.χ. η καινή κτίση ή η αντικατάσταση της εξουσίας του κόσμου από εκείνη του κακού με εκείνη του Θεού κ.λπ. τοποθετείται στο τέλος τού χρόνου), τον πρωτολογικό (με σκοπό, αντίθετα, την επιστροφή στην αρχή του χρόνου) κ.ο.κ. Εάν τη Θεολογία ενδιαφέρει η διατήρηση του Ορθόδοξου Χριστιανισμού σε έναν από αυτούς τους τύπους (π.χ. τον εσχατολογικό, που είναι η μορφή που έχει ο βιβλικός Χριστιανισμός) η τυπολογία μπορεί να τη βοηθήσει να συνειδητοποιήσει τη ριζική αλλαγή ταυτότητας, να δει ότι η μεταμόρφωση π.χ. στον μυστικιστικό τύπο, μέσα από τον μονοτονισμό της ένωσης με τον Θεό (θέωση), απλώς μετατρέπει τον Χριστιανισμό σε άλλη θρησκεία.
Ο Ινδουισμός και ο Βουδισμός, ως θρησκείες που αριθμούν και επηρεάζουν την πράξη, τις συμπεριφορές, τις αποφάσεις σε κάθε επίπεδο εκατομμυρίων ανθρώπων, τράβηξαν από νωρίς, δηλαδή από την εποχή της αποικιοκρατίας, την προσοχή των ειδικών. Ήδη από τον 19ο αιώνα η επιστημονική τους μελέτη ξεκίνησε και σιγά-σιγά αναπτύχθηκε σε μεγάλη έκταση. Μεταπολεμικά, από τη δεκαετία του ’50 και μετά, μορφές και των δύο θρησκειών έρχονται στη Δύση και επηρεάζουν μεγάλες μάζες και ανθρώπων αυτής της πλευράς του πλανήτη. Στοιχεία τους όπως ο διαλογισμός, η γιόγκα, η ορισμένη διατροφή κ.λπ., γίνονται στοιχεία και του δυτικού πολιτισμού. Τις τελευταίες δεκαετίες κυρίως η Ινδία, καθώς και οι χώρες όπου υπάρχει ο Βουδισμός, ανέρχονται σε οικονομική και πολιτική ισχύ, γεγονός που ωθεί σε βαθύτερη και πιο εκτεταμένη μελέτη των θρησκειών τους. Σκοπός αυτής της διδακτικής ενότητας είναι η εκμάθηση αυτών των θρησκειών στην ιστορία αλλά και, κυρίως, στη σημερινή τους πραγματικότητα.
O Στέλιος Λ. Παπαλεξανδρόπουλος, είναι εκπαιδευτής του επιμορφωτικού μοριοδοτούμενο προγράμματος “Παιδαγωγική & Διδακτική Μεθοδολογία της Θρησκευτικής Εκπαίδευσης”