Blog

Διδασκαλία ξένων γλωσσών σε παιδιά προσχολικής ηλικίας

Πειθαρχία και διαχείριση σχολικής τάξης

Γράφει η Ευφροσύνη Φράγκου

Οι Ζάχος, Δελαβερίδου και Γκόντζου υποστηρίζουν ότι η πειθαρχία στη σχολική τάξη αποτελεί πολυδιάστατη έννοια για την οποία δεν υπάρχει ομοφωνία. (Zachos, Delaveridiou, & Gkontzou, 2016) Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι η έννοια της πειθαρχίας έχει τόσο θετική όσο και αρνητική υποδήλωση ανάλογα με την παιδαγωγική προσέγγιση. Τις περισσότερες φορές, οι παιδαγωγοί και εκπαιδευτικοί επιλέγουν από διάφορες μεθόδους, τις πρακτικές και τεχνικές εκείνες που θεωρούν τις πλέον κατάλληλες και ενδεδειγμένες για το σχολικό περιβάλλον μέσα στο οποίο επιχειρούν.

Τί σημαίνει, ωστόσο, διαχείριση σχολικής τάξης; Οι Weinstein & Schafer ορίζουν τη διαχείριση της σχολικής τάξης ως το σύνολο των ενεργειών που αναλαμβάνουν παιδαγωγοί και εκπαιδευτικοί, προκειμένου να δημιουργήσουν και να συντηρήσουν ένα περιβάλλον στο οποίο μπορεί να προαχθεί η ακαδημαϊκή εξέλιξη των μαθητών αλλά και η κοινωνική, συναισθηματική και ηθική ανάπτυξή τους. (Weinstein & Schafer, 2021) Για τους συγγραφείς, η τάξη (order) μέσα σε μία σχολική τάξη δεν αποτελεί αυτοσκοπό: δεν έχουμε τάξη (ευταξία) προς χάριν της τάξης, αλλά προκειμένου να είναι δυνατή η μάθηση. Οι νέοι εκπαιδευτικοί θεωρούν ότι η διαχείριση της σχολικής τάξης αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις, καθώς ακόμη και έμπειροι παιδαγωγοί αντιμετωπίζουν ολοένα και μεγαλύτερες δυσκολίες, οι οποίες, πηγάζουν, μεταξύ άλλων, από τις ολοένα και πολυπληθέστερες τάξεις, τις πιο πολυπολιτισμικές και πολυγλωσσικές τάξεις και από το γεγονός ότι παιδιά με αναπηρίες και άλλες δυσκολίες (σωματικές και μαθησιακές) εντάσσονται στην κανονική εκπαίδευση και όχι στην ειδική εκπαίδευση. Στους παραπάνω λόγους πρέπει να προστεθεί και η αλλαγή στα προγράμματα σπουδών με μια σαφή στροφή προς την εξειδίκευση στη γνώση σε βάρος μιας ολιστικής (οικουμενικής και ανθρωπιστικής) αντίληψης περί της μάθησης. Πρόκειται δηλαδή για μια σαφή απομάκρυνση από τους στόχους των αρχών της κλασσικής παιδείας προς όφελος της απόκτησης ειδικής και τεχνικής γνώσης για να μπορέσουν οι μαθητές και οι μαθήτριες να ανταποκριθούν στις επαγγελματικές, τεχνολογικές και ψηφιακές προκλήσεις του παρόντος και του μέλλοντος.

Οι Emmer & Sarbonie θεωρούν ότι ο όρος «διαχείριση σχολικής τάξης» περικλείει τις διάφορες αποφάσεις που λαμβάνονται και ό,τι τυχόν προκύψει εντός της. Οι αποφάσεις αυτές λαμβάνονται με γνώμονα τη συμμετοχή των μαθητών στη μαθησιακή διαδικασία και την κινητροδότησή τους και αποσκοπούν στην αντιμετώπιση προβλημάτων συμπεριφοράς.

Στο σημείο αυτό είναι σημαντικό να τονίσουμε τί νοούμε προβλήματα συμπεριφοράς και πιο συγκεκριμένα πώς κατανοούμε την ανεπιθύμητη συμπεριφορά. Ο όρος προβληματική συμπεριφορά αποτελεί όρο-ομπρέλα καθώς αναφέρεται σε κάθε ανεπιθύμητη συμπεριφορά. Η ανεπιθύμητη συμπεριφορά, ως υπώνυμο της προβληματικής συμπεριφοράς, περιλαμβάνει τις ενέργειες και στάσεις των μαθητών και μαθητριών που αντιβαίνουν του σχολικού κανονισμού, είτε είναι γραφτός είτε άγραφτος, και περιλαμβάνει όλες εκείνες τις συμπεριφορές που αποκλίνουν από τον τρόπο με τον οποίο αναμένεται από τους θεσμούς και την κοινωνία να συμπεριφέρονται τα παιδιά στο σχολικό πλαίσιο με την ιδιότητά τους ως μαθητές και μαθήτριες. Όπως είναι φυσικό, η ανεπιθύμητη συμπεριφορά, που έχει τη βάση της κυρίως σε κοινωνικές νόρμες, προσδοκίες και πρότυπα, δεν είναι στατική στο χρόνο αλλά διαρκώς εξελισσόμενη. Πράξεις, ενέργειες και στάσεις που ήταν απαράδεκτες σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό πλαίσιο στο παρελθόν πιθανότατα να μην ισχύουν στο παρόν (π.χ. κατά πόσον τα κορίτσια μπορούν να φορούν παντελόνια στο σχολείο), ενώ, και στη συγχρονία ακόμη, αυτό που είναι αποδεκτό σε μία κοινωνία μπορεί να είναι τελείως απαράδεκτο σε μία άλλη.

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι τα ζητήματα διαχείρισης της προσχολικής τάξης έρχονται ολοένα και περισσότερο στο προσκήνιο, τώρα μάλιστα που ο ρόλος της προσχολικής αγωγής ενισχύεται, επεκτείνεται και γίνεται περισσότερο διαθεματικός. Σε έρευνά του, ο Γρηγορόπουλος εντοπίζει μία από τις βασικές αδυναμίες του ελληνικού συστήματος προσχολικής αγωγής στον ανεξήγητο επιμερισμό των αρμοδιοτήτων όπως τον περιγράψαμε στην αρχή αυτής της ενότητας. (Grigoropoulos, 2020) Εξετάζοντας τις πειθαρχικές μεθόδους που χρησιμοποιούν οι νηπιαγωγοί και βρεφονηπιοκόμοι, θέλησε να διαπιστώσει κατά πόσον, δεδομένων των προβλημάτων που προκύπτουν εξαιτίας ζητημάτων συμπεριφοράς, η κατεξοχήν προσέγγιση της διαχείρισης των κρίσεων και των προβληματικών συμπεριφορών είναι η περιοριστική ή τιμωρητική μέθοδος. Όπως τονίζει και στην ανάλυσή του (2020: 6), η εν λόγω προσέγγιση μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις, καλλιεργώντας ένα αρνητικό ψυχολογικό περιβάλλον στη σχολική τάξη, το οποίο επηρεάζει, με τη σειρά του, αρνητικά τη διάδραση των παιδιών, το κίνητρό τους για συμμετοχή και για συμμόρφωση. Κατά τον Holinger, περιοριστικές και τιμωρητικές μέθοδοι διαχείρισης της τάξης δύνανται να προκαλέσουν φόβο, ντροπή και θυμό στα παιδιά, να μειώσουν το ενδιαφέρον τους για το σχολικό περιβάλλον και τη μαθησιακή διαδικασία, και, ως εκ τούτου, να επιδράσουν αρνητικά στην ψυχοσύνθεση και την πνευματική και συναισθηματική τους ανάπτυξη. (Holinger, 2020)

Scroll to Top
Μετάβαση στο περιεχόμενο