Γράφει η Ιωάννα Στουφή-Πουλημένου
Η παράσταση της Ανάστασης (Εις Άδου Καθόδου) αποτελεί ίσως την δογματικότερη εικαστική δημιουργία της βυζαντινής τέχνης, αποτυπώνοντας με σαφήνεια και καθολικότητα το σχέδιο της θείας οικονομίας για την ανάσταση και σωτηρία του πεπτωκότος ανθρώπου. Αν και τα κανονικά Ευαγγέλια δεν αποτελούν την κύρια πηγή για τη διαμόρφωση της εικονογραφίας της παράστασης, καθώς αυτά αφηγούνται μόνο την παρουσία των Μυροφόρων στον τάφο του Χριστού και τον διάλογό τους με τον άγγελο (ή τους δύο αγγέλους), αυτή, μετά την διαμόρφωσή της από τον 7ο-8ο αιώνα, αναπτύχθηκε σε όλη την βυζαντινή και μεταβυζαντινή περίοδο με ποικιλία εικονογραφικών τύπων και παραλλαγών.
Ανάμεσα στα εικονιζόμενα πρόσωπα της σκηνής, με πρωταγωνιστές τον Αναστάντα Χριστό, τον Αδάμ και τον – συχνά προσωποποιημένο – Άδη, σημαντική είναι και η θέση της Εύας (γυναίκας). Η Εύα θα απεικονιστεί ήδη από τις πρώιμες παραστάσεις του θέματος και στην παλαιολόγεια εικονογραφία θα έχει συχνά πρωταγωνιστικό και ισότιμο με τον Αδάμ ρόλο στη σύνθεση.
Εκτός όμως από την Εύα, κάνουν την εμφάνισή τους και άλλες γυναίκες, άλλοτε επώνυμες και άλλοτε ανώνυμες. Αυτές ανήκουν κυρίως στις ομάδες των ανιστάμενων δικαίων που πλαισιώνουν τον Αδάμ και την Εύα. Τα αρχαιότερα σωζόμενα παραδείγματα βρίσκονται σε εικονογραφημένα χειρόγραφα, όπως στον κώδικα 146, του Ιστορικού Μουσείου της Μόσχας, fol. 1v (11ος αιώνας). Η παρουσία τους θα είναι πιο πυκνή την υστεροβυζαντινή περίοδο, όπως δείχνουν παραδείγματα από τοιχογραφίες του 14ου αιώνα σε εκκλησίες της Κρήτης [Παναγία στον Άγιο Ιωάννη Μυλοποτάμου, Σωτήρας στο Κεφάλι Κισσάμου Χανίων, Άγιος Στέφανος στο Καστρί (Κούκουμος) Μυλοποτάμου και πιθανώς Αρχάγγελος Μιχαήλ στο Κούνενι (Βάθη) Κισσάμου] και τον Άγιο Δημήτριο Αχρίδος, καθώς και τρεις ρωσικές εικόνες του 14ου αιώνα.
Η απεικόνιση γυναικών στον όμιλο των ανιστάμενων δικαίων της Παλαιάς Διαθήκης συνεχίζεται και κατά τους επόμενους αιώνες. Γνωστή είναι η παράσταση της Ανάστασης στο Παλαιό Καθολικό της Μονής Μεγάλου Μετεώρου (1483), όπου αινιγματική έχει χαρακτηρισθεί η μορφή της αρχόντισσας με το ωραίο πέπλο, που φαίνεται να εξέρχεται από την ίδια σαρκοφάγο μαζί με την Εύα και πίσω από τον Αδάμ. Σε τοιχογραφία επίσης της Vatra Moldoviţei στη Μολδαβία (1536), δύο γυναίκες με μαφόριο συμπεριλαμβάνονται στους ανισταμένους. Έντονη παρουσία των γυναικών έχει παρατηρηθεί, επίσης, σε σειρά ρωσικών εικόνων του δεκάτου έκτου αιώνα.
Η ιδιαίτερη τιμή προς την Παναγία (Νέα Εύα) έχει θεωρηθεί ως o σημαντικότερος λόγος για την «αναβάθμιση» του ρόλου των γυναικών -συμπεριλαμβανομένης και της Εύας – στην παράσταση της Εἰς ᾍδου Καθόδου κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο. Η τάση επίσης της παλαιολόγειας τέχνης για πολυπρόσωπες συνθέσεις, αναλυτικότητα και μεγαλύτερη αφηγηματικότητα αποτελεί ένα βασικό παράγοντα για την προσθήκη νέων προσώπων στις συνθέσεις. Ως τρίτος λόγος θα μπορούσε να αναφερθεί η σταδιακή επίδραση της λατρείας και της υμνολογίας της Εκκλησίας στη διαμόρφωση της εικονογραφίας της Ανάστασης. Στην υμνολογία βέβαια της Κυριακής του Πάσχα, οι γυναίκες κατέχουν σημαντική θέση, αλλά πρόκειται για τις Μυροφόρους που πήγαν στον τάφο του Χριστού. Δεν γίνεται λόγος για τις δίκαιες γυναίκες της Παλαιάς Διαθήκης. Αλλού θα πρέπει, λοιπόν, να αναζητήσουμε την πηγή για την απεικόνισή τους στην Ανάσταση. Αυτή πρέπει να είναι η Κυριακή προ της του Χριστού Γεννήσεως. Η Εκκλησία την ημέρα αυτή εορτάζει όχι μόνο τους δίκαιους Προπάτορες αλλά και τις δίκαιες Προμήτορες ( Εύα, Σάρρα, Ρεβέκκα, Λεία, Ραχήλ, Ασινέθ, Μαρία, Δεβόρρα, Ρουθ, Σαραφθία, Σωμανίτιδα, Ιουδίθ, Εσθήρ, Άννα και Σωσάννα), τα ονόματα των οποίων συναντάμε μερικές φορές στις παραστάσεις της Ανάστασης. Η απεικόνιση των Προπατόρων και Προμητόρων δίνει έμφαση ασφαλώς στη Θεία Ενανθρώπηση – Γέννηση του Χριστού και συνδέει εικονογραφικά, όπως και η υμνολογία της Κυριακής του Πάσχα, την Ανάσταση με τα Χριστούγεννα: «… ἄγωμεν, σπεύσωμεν, ὥσπερ οἱ Μάγοι, καὶ προσκυνήσωμεν, καὶ προσκομίσωμεν τὰ μύρα ὡς δῶρα, τῷ μὴ ἐν σπαργάνοις, ἀλλ’ ἐν σινδόνι ἐνειλημένῳ …» (Οίκος της Κυριακής του Πάσχα).