Γράφει η Παναγιώτα Κατωπόδη
Ο Ακάθιστος Ύμνος ή Χαιρετισμοί, ψάλλεται τις πέντε πρώτες Παρασκευές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Ο Ύμνος λέγεται Ακάθιστος, γιατί όση ώρα ψάλλεται οι πιστοί στέκονται όρθιοι ως ένδειξη σεβασμού προς την Θεοτόκο.
1) Ο Κανόνας της Θεοτόκου.
Οι Θεομητορικές εορτές διαμορφώθηκαν μετά την Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο
(431) σε ιδιαίτερο εορταστικό κύκλο, ενώ ήδη στην Αλεξάνδρεια εορταζόταν μια εορτή της Θεοτόκου μετά τα Επιφάνεια (15 Ιανουαρίου) και αργότερα μετά τα Χριστούγεννα (26 Δεκεμβρίου). Η εορτή του Ευαγγελισμού (25 Μαρτίου) καθιερώθηκε στις αρχές του Ε΄ αιώνα, όπως και η εορτή της Κοίμησης (15 Αυγούστου), ενώ η εορτή της Γεννήσεως της Θεοτόκου (8 Σεπτεμβρίου) ορίστηκε
τον ΣΤ΄ αιώνα. Τέλος η εορτή της Υπαπαντής, η οποία ήταν αρχικά δεσποτική εορτή, καθιερώθηκε ως θεομητορική την ίδια περίοδο. Μετά την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο, έγιναν σημαντικές αλλαγές στη θεία Λατρεία με την εισαγωγή στοιχείων από το παλαιστινιακό λειτουργικό τύπο και την είσοδο των Κανόνων, οι οποίοι αντικατέστησαν τα Κοντάκια και χαρακτηρίζονταν από έντονο δοξολογικό περιεχόμενο.
Ύμνοι προς τιμή της Θεοτόκου, σύμφωνα με το λειτουργικό Τυπικό, συνδέονται με τις Θεομητορικές εορτές και τα Θεοτόκια που ψάλλονται κατά την Οκτάηχο τις Τετάρτες και τις Παρασκευές κάθε Εβδομάδος, σύμφωνα με το στιχερό Καθισματάριον ή Στιχηράριον. Η πρώτη συλλογή Ύμνων χωρίς μουσική, συναντάται σε ελληνικά χειρόγραφα του Ι΄ και ΙΑ΄ αιώνα. Ο Κανών της Θεοτόκου αποτελείται από τα Τροπάρια των εννέα Ωδών, τα οποία είναι ποίημα του Ιωσήφ του Υμνογράφου, τους Ειρμούς του Κανόνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, τα οποία είναι ποίημα του Ιωάννου του Δαμασκηνού, και το Κοντάκιο. Το Κοντάκιο γενικά ως ομιλία, έστω και έμμετρη, έχει ένα συγκεκριμένο στόχο: τη θρησκευτική διαπαιδαγώγηση του χριστιανικού πληρώματος. Ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του προσδιορίζει και το ύφος του, εγκωμιαστικός, πανηγυρικός, διδακτικός (δογματικός) ή επίκαιρος (Στάση του Νίκα ή εγκαίνια Αγ. Σοφίας). Στηρίζεται στη αφήγηση, η οποία συχνά παρουσιάζεται με ένα δραματικό τρόπο, ώστε η εντύπωση που προκαλείται στην ψυχή του ακροατή να είναι πολύ έντονη, χωρίς να λείπουν τα λυρικά στοιχεία. Το Κοντάκιο συνδέεται με το όνομα του Ρωμανού του Μελωδού και η εμφάνισή του τοποθετείται περί τον Ε΄ αιώνα. Οι ομοιότητες που παρουσιάζει ο Ακάθιστος Ύμνος με την συριακή χριστιανική υμνογραφία δείχνει την πιθανή καταγωγή του ποιητή από τον εξελληνισμένο πληθυσμό της Ανατολής πριν την αραβική κατάκτηση. Τότε η απλή μορφή ύμνου συριακής προέλευσης, σε συνδυασμό με τις έμμετρες ομιλίες των πρώτων Πατέρων της Εκκλησίας θα ακολουθήσουν μια εξελικτική μορφή, τέτοια που να θεωρείται η σύζευξη της Ανατολής με τον ελληνισμό.
2) Η ιστορία και ο χρόνος συγγραφής του Ακάθιστου Ύμνου.
Tο έτος 626, όταν ο αυτοκράτορας Ηράκλειος (610-641) βρισκόταν στη Λαζική, η Κωνσταντινούπολη δέχθηκε την αιφνιδιαστική και συντονισμένη επίθεση των Αβάρων και των Περσών. Ο Πατριάρχης Σέργιος μαζί με τον πατρίκιο Βώνο κλήθηκαν να υπερασπιστούν την Πόλη. Ο πατριάρχης υπήρξε η ψυχή της άμυνας της φρουράς της Κωνσταντινούπολης και με ηρωισμό απέκρουσε τους πολιορκητές, ενώ την τελική λύση έδωσε ο βυζαντινός στόλος. Μετά το αίσιο τέλος ο λαός συγκεντρώθηκε στον ναό της του Θεού Σοφίας και έψαλλε όρθιος τον ευχαριστήριο Ύμνο στην Υπέρμαχο Στρατηγό. Σύνδεση του Ύμνου όμως έγινε και με άλλα ιστορικά γεγονότα και τη σωτήρια μεσολάβηση της Θεομήτορος για τη διάσωση της Πόλης από βαρβαρική επίθεση. Γεγονότα που υπήρξαν αφορμές για υποθέσεις σχετικά με τη χρονολόγηση του Ακάθιστου. Ωστόσο τόσο ο χρόνος συγγραφής του Ακάθιστου, όσο και ο συγγραφέας του παραμένουν αινίγματα για τους ερευνητές, αφού παρά το πλήθος των πονημάτων που έχουν γραφεί δεν υπάρχει σαφής τεκμηρίωση για τα δύο αυτά ζητήματα.
Ως terminus post quem του Ακάθιστου μπορεί να θεωρηθεί το δεύτερο μισό του πέμπτου αιώνα, γιατί τότε το είδος του Κοντάκιου παίρνει την πιο εξελιγμένη και περίτεχνη μορφή, όπως αυτή εμφανίζεται πριν το τέλος του αιώνα αυτού. Επίσης ως ύμνος έχει ένα ιδιότυπο μικτό χαρακτήρα, δηλαδή είναι γραμμένος για ένα κοινό εορτασμό Χριστουγέννων και Ευαγγελισμού και αυτό το στοιχείο μας οδηγεί σε μια σχετικά πρώιμη εποχή, όταν οι δύο εορτές πανηγυριζόταν μαζί.
Ο συγγραφέας του Ύμνου παραμένει άγνωστος. Κατά καιρούς αναφέρθηκαν ως συγγραφείς ο Ρωμανός ο Μελωδός, ο πατριάρχης Σέργιος, ο Γρηγόριος Πισίδης, ο πατριάρχης Γερμανός, ο Γεώργιος Σικελιώτης (πατριάρχης Νικομηδείας στα μέσα του Θ΄ αιώνα) ακόμα και ο ιερός Φώτιος (857-897). Πιθανόν ο Ύμνος να ήταν γνωστός και αγαπητός ήδη στο Βυζάντιο την εποχή της πολιορκίας γιαυτό να κρίθηκε κατάλληλος για την περίσταση, αφού έγιναν σε αυτόν κάποιες προσθήκες ώστε να τον κάνουν επίκαιρο. Γεγονός βέβαιο πάντως, είναι ότι ο συγγραφέας του Ακάθιστου ήταν άριστος ποιητής και μελωδός με θεολογική παιδεία. Το πιθανότερο δε είναι πως έγραψε σε ειρηνική περίοδο το υπέρτατο αυτό αριστούργημα που ο λαός της Κωνσταντινούπολης αγαπούσε και ίσως απήγγειλε από στήθους. Πολλοί ερευνητές έχουν οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι ο Ρωμανός ο Μελωδός υπήρξε ο δημιουργός του διαχρονικού αυτού έργου, γραμμένου σε απλή γλώσσα και σε ρυθμό τονικό, όπως άλλωστε πολλά ακόμα Κοντάκια του, που ψάλλονται στους ναούς και συγκινούν τους πιστούς.
Λογοτεχνικά τόσο η χρήση του ομοιοτέλευτου, όσο και η πληθώρα από παρομοιώσεις, αντιθέσεις, αλληγορίες και μεταφορές θυμίζει τα εορταστικά ρητορικά κηρύγματα- Ομιλίες των εκκλησιαστικών συγγραφέων-ρητόρων.
3) Η δομή του Ακαθίστου Ύμνου.
Το Κοντάκιο του Ακάθιστου αποτελείται από: α) ένα προΐμιο ή κουκούλιο με ξεχωριστό μέτρο και ρυθμό, β) από εικοσιτέσσερεις Οίκους, γ) από το διπλό εφύμνιο, το οποίο όταν εξυμνείται η Θεοτόκος είναι το χαίρε Νύμφη ανύμφευτε ενώ όταν εξυμνείτε ο Χριστός το Αλληλούια και δ) από την ακροστιχίδα, η οποία είναι τα εικοσιτέσσερα γράμματα της αλφαβήτου. Τέλος κάθε περιττός Οίκος ακολουθείται από έξη χαιρετισμούς προς την Θεοτόκο (Χαίρε…) και κάθε άρτιος από ένα Αλληλούια.
Ο Ακάθιστος Ύμνος διαβάζεται ανά έξη Οίκους (4 Στάσεις) τις τέσσερεις πρώτες Παρασκευές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και ολόκληρος την πέμπτη Παρασκευή των Νηστειών, ως Όρθρος του Σαββάτου. Η πρώτη Στάση (οι Οίκοι Α μέχρι Ζ) αναφέρεται στα γεγονότα τα κατά τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, η δεύτερη Στάση (οι Οίκοι Η μέχρι Λ) στα γεγονότα τα κατά την Γέννηση του Θεανθρώπου, η τρίτη Στάση (οι Οίκοι Μ μέχρι Ρ) αναφέρεται στον Ιησού Χριστό και η τέταρτη Στάση (οι Οίκοι Σ μέχρι Ω) στην Θεοτόκο.