Blog

Ειδικές Μαθησιακές Δυσκολίες – Δυσλεξία

Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος (ΔΑΦ): Εκπαίδευση με στόχο την αυτονομία

Γράφει ο Πέτρος Γαλάνης
Τα άτομα με σοβαρές αναπτυξιακές διαταραχές, όπως η Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος (ΔΑΦ), εξαρτώνται σε σημαντικό βαθμό από την καθοδήγηση, την υποστήριξη ακόμα και τη φυσική παρουσία των ενηλίκων, γεγονός που παρεμποδίζει την απόκτηση ενός υψηλότερου επιπέδου λειτουργικότητας.

Γιατί είναι σημαντική η ανάπτυξη της αυτονομίας; Η αυτονομία, σε πρακτικό και συναισθηματικό επίπεδο, είναι απόλυτα συνυφασμένη με τη μετάβαση στην ενήλικη ζωή, καθώς, μεταξύ άλλων αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την ποιότητα της ζωής των ατόμων με Αναπηρία. Αποτελεί αναπόσπαστο μέρος των διαδικασιών αυτοκαθορισμού και αυτορρύθμισης. Ένα αυτόνομο άτομο μπορεί να θέσει στόχους, να καταρτίσει ένα σχέδιο για την υλοποίησή τους, να το εφαρμόσει, κάνοντας στην πορεία τις απαραίτητες προσαρμογές, να αξιολογήσει την επίδοσή του. Η αυτονομία σχετίζεται με την ικανότητα του ατόμου να κατανοεί τις δυνατότητες και τις αδυναμίες του, να αισθάνεται αποτελεσματικό σε προσωπικό, κοινωνικό και επαγγελματικό επίπεδο, να κάνει επιλογές, να επιλύει προβλήματα και να υπερασπίζεται/ διεκδικεί τα δικαιώματά του. Τα άτομα με ΔΑΦ ενδέχεται να μην καταφέρουν να αναπτύξουν το ίδιο επίπεδο ή βαθμό αυτονομίας με τους τυπικής ανάπτυξης συνομηλίκους τους. Ωστόσο, η ανάπτυξη δεξιοτήτων που προάγουν την αυτονομία αποτελεί βασικό στόχο της εκπαίδευσης που λαμβάνουν, καθώς, μεταξύ άλλων διασφαλίζει μια αξιοπρεπή διαβίωση, ιδιαίτερα σημαντικής, όταν οι ενήλικες που τα φροντίζουν δεν είναι σε θέση πλέον να τους παρέχουν υποστήριξη.

Πού οφείλεται η μειωμένη αυτονομία των ατόμων με ΔΑΦ; Οι δυσκολίες που τα άτομα με ΔΑΦ αντιμετωπίζουν στη λήψη πρωτοβουλιών για αλληλεπίδραση, στην εποικοδομητική ενασχόληση, στην εκτέλεση σύνθετων, αλυσιδωτών αντιδράσεων, στη γενίκευση και διατήρηση, καθώς και η δυσκολία τους να εντοπίσουν και να εστιάσουν στα σημαντικά ερεθίσματα, όπως είναι οι οδηγίες που λαμβάνουν, συμβάλλουν στην εξάρτησή τους από τους εκπαιδευτικούς και τους γονείς τους. Παράλληλα, χαρακτηριστικά της παρέμβασης, όπως η υπερβολική δόμηση του περιβάλλοντος και των συνθηκών διδασκαλίας, η εκπαίδευση με αναλογία ενός  εκπαιδευτή με ένα παιδί με ΔΑΦ για μεγάλο χρονικό διάστημα και ο μη προγραμματισμός, από πλευράς εκπαιδευτών, της συστηματικής απόσυρσης της τμηματικής βοήθειας και ενίσχυσης, συμβάλλουν στην αύξηση της εξάρτησής τους από τους ενήλικες.

Πώς μπορούμε να βελτιώσουμε την αυτονομία; Όπως η προετοιμασία του ατόμου με ΔΑΦ για την κοινωνική ένταξη ξεκινά από τα πρώτα χρόνια της ζωής του, έτσι και η εκπαίδευση στην αυτονομία οφείλει να αποτελεί στόχο των προγραμμάτων πρώιμης παρέμβασης. Συνήθως, σε αυτή την ηλικία δίνεται έμφαση στην ανάπτυξη βασικών δεξιοτήτων αυτοϋπηρέτησης (π.χ. ατομική υγιεινή, αγωγή τουαλέτας). Αργότερα, στα πλαίσια της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και κυρίως της δευτεροβάθμιας, δίνεται έμφαση σε δεξιότητες που σχετίζονται με την αυτόνομη διαβίωση, την επαγγελματική και κοινωνική προσαρμογή. Παράλληλα, η απόκτηση δεξιοτήτων, όπως: να κάνουν επιλογές (π.χ. προκειμένου να διαλέξουν το παιχνίδι με το οποίο προτιμούν να παίξουν), να ελκύουν την προσοχή και να ζητούν τη βοήθεια του εκπαιδευτικού, όταν τη χρειάζονται, να λαμβάνουν επικοινωνιακές πρωτοβουλίες (π.χ. να κάνουν ερωτήσεις), προάγουν την αυτενέργεια και τον αυτοκαθορισμό.

Στην ενίσχυση της αυτονομίας συμβάλλουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της παρέμβασης και διδακτικές τεχνικές, όπως: (α) η αξιοποίηση νατουραλιστικών προσεγγίσεων (π.χ. κατ’ ευκαιρία μάθηση), (β) η ανάπτυξη των κινήτρων για συμμετοχή στη μαθησιακή διαδικασία, (γ) η λελογισμένη χρήση της τμηματικής βοήθειας και η συστηματική απόσυρσή της, όσο βελτιώνεται η επίδοση του παιδιού, (δ) η προτίμηση της σωματικής καθοδήγησης αντί της λεκτικής, όποτε αυτό είναι εφικτό, (ε) η μετάβαση από προγράμματα συνεχούς ενίσχυσης, που είναι απαραίτητα για τη διδασκαλία νέων δεξιοτήτων, σε προγράμματα μερικής ενίσχυσης που προάγουν τη διατήρηση των δεξιοτήτων σε βάθος χρόνου, (στ) η εφαρμογή διδακτικών διαδικασιών, όπως η μάθηση χωρίς λάθη (errorless learning), που συμβάλλει στη μείωση της ανάγκης για βοήθεια, και (ζ) η διδασκαλία δεξιοτήτων αυτοδιαχείρισης, όπως η αυτοκαταγραφή της επιθυμητής συμπεριφοράς (self-monitoring), η αυτοκαθοδήγηση, η αυτο-ενίσχυση, αλλά και τα προγράμματα αυτο-απασχόλησης (activity schedules).

Συμπερασματικά, η ενίσχυση της αυτονομίας επιτυγχάνεται μέσω της διδασκαλίας συγκεκριμένων δεξιοτήτων, αλλά και κατάλληλων διευθετήσεων κατά τη μαθησιακή διαδικασία. Το Εξατομικευμένο Πρόγραμμα Εκπαίδευσης των μαθητών/τριών με αναπηρία και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες πρέπει να συμβάλλει προς αυτή την κατεύθυνση, προάγοντας την αυτονομία και την κοινωνική τους ένταξη.

Scroll to Top
Μετάβαση στο περιεχόμενο