γράφει ο Μάριος Κουκουνάρας Λιάγκης
Σε ένα άρθρο για την ελληνική Τριτοβάθμια Εκπαίδευση και τις δυνατότητές της ενόψει της εφαρμογής του νέου νόμου πλαισίου ν.4957/2022 θα αναφερθούμε, αναγκαστικά, σε οξύμορα ζητήματα που αφορούν προοπτικές (ΚΕΔΙΒΙΜ) και αγκυλώσεις.
Οι απόφοιτοι των Πανεπιστημίων
Κατά τις τελευταίες δεκαετίες, το εκπαιδευτικό επίπεδο του πληθυσμού βελτιώνεται σταθερά, αν και συνεχίζει να υπολείπεται του κοινοτικού μέσου όρου. Ενδεικτικά, το ποσοστό των αποφοίτων από την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση στην ηλικιακή ομάδα 25-64, που το 2002 ήταν 18,1%, το 2019 είχε φθάσει το 31,9% (ο αντίστοιχος μέσος όρος στην ΕΕ ήταν 33,2%). Ως αποτέλεσμα, στις νεότερες ηλικίες το ποσοστό αποφοίτων Τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα είναι υψηλότερο του Ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Οι υποψήφιοι φοιτητές/τριες
Με την ελάχιστη βάση εισαγωγής (Ε.Β.Ε.) τα πράγματα αλλάζουν και από το 2021 ένας μεγάλος αριθμός υποψηφίων μένει εκτός Πανεπιστημίων. Το 2022 68,63% των υποψήφιων από τα ΓΕΛ πέτυχε να εισέλθει στην Τρτοβάθμια εκπαίδευση. Γενικά από τους συνολικά 99.305 υποψηφίους από ΓΕΛ και ΕΠΑΛ εισήχθησαν οι 61.682 στα Πανεπιστήμια, ΑΣΠΑΙΤΕ, ΑΣΤΕ, Στρατιωτικές και Αστυνομικές Σχολές, Ακαδημίες Πυροσβεστικής, Εμπορικού Ναυτικού και Λιμενικού Σώματος και Ανώτατες Εκκλησιαστικές Ακαδημίες. Έμειναν εκτός, δηλαδή, 37.623.
Η διασύνδεση με την αγορά εργασίας
Στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, τα προγράμματα σπουδών μέχρι σήμερα συχνά αποσκοπούν στην προετοιμασία για απασχόληση στον δημόσιο τομέα, και ιδιαίτερα την εκπαίδευση. Έτσι, σημαντικός αριθμός πτυχιούχων παραμένει άνεργος για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά τη λήψη πτυχίου, ετεροαπασχολείται ή μεταναστεύει στο εξωτερικό. Ταυτόχρονα, παρατηρούνται μεγάλες ελλείψεις δεξιοτήτων, σε πολλούς παραγωγικούς τομείς και ιδιαίτερα στους τομείς της ενέργειας και των τεχνολογιών πληροφοριών και επικοινωνιών, παρά τα πολύ υψηλά ποσοστά ανεργίας των νέων.
«Η συμμετοχή στη διά βίου μάθηση υπολείπεται σημαντικά του ευρωπαϊκού μέσου όρου και βρίσκεται ακόμα σε εμβρυακή κατάσταση. Αυτό δυσχεραίνει την αναβάθμιση των δεξιοτήτων των εργαζομένων – ιδίως των ψηφιακών – και την προσαρμογή τους στις μεταβαλλόμενες ανάγκες της οικονομίας» (Έκθεση Πισσαρίδη, σελ. 79).
Πόροι και δομές
Στην Ελλάδα, οι δημόσιες δαπάνες για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι υψηλότερες (0,9%) από τον μέσο όρο της ΕΕ (0,7%). Το γεγονός αυτό δεν συνεπάγεται ότι η Τριτοβάθμια Εκπαίδευση στη χώρα μας υπερχρηματοδοτείται. Οι δαπάνες για τη δημόσια εκπαίδευση δεν αποτελούνται σε κύριο βαθμό από δαπάνες «κεφαλαίου» (κτήρια, εργαστήρια, κλπ.), αλλά αφορούν «τρέχουσες» (κυρίως μισθούς) δαπάνες. Την τελευταία δεκαετία, η χρηματοδότηση των υποδομών των ελληνικών ΑΕΙ μειώθηκε, με αποτέλεσμα να υστερούν ιδιαίτερα στις ψηφιακές υποδομές, όπως διαπιστώθηκε και κατά την πρόσφατη κρίση της πανδημίας του COVID-19. Αυτό που προέκυψε είναι η αδήριτη ανάγκη για εκπαίδευση και επιμόρφωση των εκπαιδευτικών σε ψηφιακές δεξιότητες όσο και η δημιουργία ευκαιριών δια βίου επαγγελματικής ανάπτυξης στον τομέα αυτό και στη διδακτική μεθοδολογία που είναι ευέλικτη.
Δια βίου μάθηση στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση
Εφόσον το μερίδιο των πτυχιούχων στο σύνολο του εργατικού δυναμικού και του πληθυσμού έχει αυξηθεί σημαντικά, η αναβάθμιση (upskilling) και η ανανέωση (reskilling) των δεξιοτήτων τους απαιτεί την επέκταση και τον ενεργό ρόλο των Πανεπιστημίων στη δια βίου μάθηση και εκπαίδευση. Με τα ΚΕΔΙΒΙΜ η τάση αυτή για Elearning και διά ζώσης επιμόρφωση έχει ήδη ξεκινήσει και αναμένεται να ενισχυθεί τα επόμενα χρόνια. Απομένει, βέβαια, παράλληλα να υποστηριχθεί η πρόσβαση πτυχιούχων στα προγράμματα δια βίου μάθησης των Πανεπιστημίων, ιδιαίτερα για ελεύθερους επαγγελματίες και εργαζόμενους σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Το νέο νομοθετικό πλαίσιο για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευσςη του νέου νόμου 4957/2022 «Νέοι Ορίζοντες στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα: Ενίσχυση της ποιότητας, της λειτουργικότητας και της σύνδεσης των ΑΕΙ με την κοινωνία και λοιπές διατάξεις» αναμένεται να αλλάξει το τοπίο στους παραπάνω τομείς/άξονες. Αυτό θα γίνει προφανώς με τις προβλεπόμενες αλλαγές στην πιστοποίηση και τη λειτουργία των ΚΕΔΙΒΙΜ των Πανεπιστημίων (Το ΕΚΠΑ έχει το πιο αναγνωρισμένο σε ποιότητα και εύρος προγραμμάτων ΚΕΔΙΒΙΜ), τα διεπιστημονικά κοινά/διπλά (Joint και dual) προπτυχιακά προγράμματα μεταξύ τμημάτων του ίδιου ή άλλων ΑΕΙ, εντός και εκτός Ελλάδας, τη δυνατότητα να χορηγείται «διπλό» πτυχίο με δύο χωριστούς τίτλους σπουδών, τις δυναμικές σπουδές με ποικίλους συνδυασμούς στην επιλογή μαθημάτων από άλλα τμήματα του ίδιου ΑΕΙ ή άλλο ΑΕΙ της χώρας (erasmus), τα νέα μεταπτυχιακά και διδακτορικά.