Blog

Ο Φώτης Κόντογλου μέσα από μια ιδιωτική συλλογή σχεδίων

Γράφει ο Μιχαήλ Ι. Ασφενταγάκης
Ένας μεγάλος αριθμός σχεδίων, γνωστών και αγνώστων, δημοσιευμένων και μη, φυλάσσεται ευλαβικά από ανθρώπους που γνωρίζουν την αξία του έργου και το τάλαντο της πολυσχιδούς προσωπικότητας που άκουγε στο όνομα «Φώτης Κόντογλου». Κάποιοι από αυτούς είχαν την τύχη να τον γνωρίσουν, μαθητεύοντας ίσως δίπλα του, όπως ο στενός συνεργάτης και αγαπημένος φίλος του καλλιτέχνη Πέτρος Βαμπούλης, ενώ άλλοι τον γνώρισαν μέσα από τα πονήματά του και τα ποικίλα δημοσιεύματα που αναφέρονται στον συγγραφέα και τον ζωγράφο. Πλήθος έργων του άλλαξε και αλλάζει συνεχώς χέρια μέσω αγοραπωλησιών και δωρεών, χωρίς αυτό να σημαίνει πως κάθε δημιούργημά του, μικρό ή μεγάλο, λιγότερο ή περισσότερο σημαντικό, μας είναι γνωστό. Με σχετικά μεγάλη συχνότητα διοχετεύεται στην αγορά έργων τέχνης κάποιο νέο σχέδιο, χειρόγραφο κείμενο ή φορητή εικόνα, δημιουργήματα όλα του καλλιτέχνη Φώτη Κόντογλου, που σαφώς κρύβουν κάποια ευχάριστη έκπληξη για τον μελετητή του έργου του, ικανή να τον βοηθήσει στην κατανόηση ακόμη περισσότερο, του τρόπου με τον οποίο ο ακούραστος αυτός ζωγράφος μελετούσε, αφομοίωνε, αντέγραφε δημιουργικά και ανασυνέθετε τα έργα της βυζαντινής και της μεταβυζαντινής μας παράδοσης.

Μια συλλογή εβδομήντα σχεδίων του κυρ-Φώτη (ορισμένα από αυτά σχετίζονται με το βιβλίο του Αστρολάβος και έχουν υπολογιστεί ως ένα ενιαίο σύνολο), τοποθετημένων μέσα σε λεύκωμα ερυθρού χρώματος του εκδοτικού οίκου Αστήρ, που ανήκε αρχικά στον Πέτρο Βαμπούλη (δόθηκαν σε αυτόν από τα ίδια τα χέρια του δασκάλου του) και στη συνέχεια δώρισε σε ιδιώτες συλλέκτες, αποτελεί έναν αληθινό καλλιτεχνικό θησαυρό, αφού σχέδια του Κόντογλου προέρχονται από διάφορες φάσεις και περιόδους της ζωής του και πολλά από αυτά συνδέονται με σημαντικές δημιουργίες, αρκετές εκ των οποίων αποτέλεσαν σταθμό στη ζωή του και σήμα κατατεθέν του ονόματός του, όπως είναι ο τοιχογραφικός διάκοσμος του Δημαρχείου Αθηνών ή η δίτομη έκδοση Έκφρασις της ορθοδόξου εικονογραφίας. Κάποια άλλα, όπως το σχέδιο υπ’ αριθμ. 24, που αντιγράφει τοιχογραφία της μονής Dečani στο Κόσοβο (1345-1348), αποδεικνύουν την προαναφερθείσα δημιουργική και αναπλαστική ικανότητα του ζωγράφου, ακόμη και αν αυτά αποτελούν αντίγραφα γνωστών και σημαντικών έργων. Με τον χρωστήρα του αναπλάθει, δίνει πνοή και βάζει

–όχι πάντα– την υπογραφή του: χεὶρ Φωτίου.

 

Το περιεχόμενο του λευκώματος επιβεβαιώνει τα λίγο πολύ γνωστά πρότυπα του Κόντογλου, τα οποία εντοπίζονται κυρίως στα Βαλκάνια και στις μοναστικές κοινότητες του Αγίου Όρους και των Μετεώρων, σε πονήματα σπουδαίων ζωγράφων του βυζαντινού και του μεταβυζαντινού παρελθόντος, όπως του Πανσέληνου, του Θεοφάνη του Κρητός, του Φράγκου Κατελάνου κ.ά. Στα ίδια μνημεία οφείλεται ακόμη και η εξπρεσιονιστική διάθεση που διακρίνει ορισμένες δημιουργίες του (βλ. για παράδειγμα το σχέδιο υπ’ αριθμ. 48), με κυριότερα τα καθολικά των μονών Βατοπαιδίου στο Άγιον Όρος και Παντάνασσας στον Μυστρά (π. 1428). Οι τοιχογραφίες τους, τις οποίες ο Κόντογλου γνώριζε καλά, αποτελούν δύο από τις σπουδαιότερες εκφράσεις του «βυζαντινού εξπρεσιονισμού».

Είναι η πρώτη φορά που ένας τόσο μεγάλος αριθμός σχεδίων και σκαριφημάτων του Κόντογλου, συγκεντρωμένων σε μία μόνο συλλογή, από όσες έχουμε τουλάχιστον υπόψη μας, αποκαλύπτεται και δίνει την ευκαιρία στον μελετητή να προσθέσει στην έρευνά του νέα στοιχεία για το καλλιτεχνικό του ρεπερτόριο και την καλλιτεχνική του εξέλιξη μέσα από απλά ή συνθετότερα σχέδια, τους πειραματισμούς και τις δοκιμές του πριν από την εκτέλεση οποιουδήποτε έργου, τις ιδέες του για τη δημιουργία μιας νέας μορφής ή σύνθεσης. Βέβαια, μορφές και συνθέσεις απλές, χωρίς λεπτομέρειες ή σχεδιαστικές αξιώσεις, δεν θα πρέπει να θεωρούνται ελάσσονος σημασίας έργα σε σχέση με εκείνα, των οποίων η άρτια και δημιουργική ωριμότητα είναι αποδεδειγμένη (όπως π.χ. το ασφαλώς χρονολογημένο σχέδιο υπ’ αριθμ. 02, έργο του έτους 1963).

Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το γεγονός ότι η τακτοποίηση των σχεδίων αυτών στο λεύκωμα έγινε από τον ίδιο τον Κόντογλου, καθώς είχε επίγνωση της αξίας τους. Το χρονικό φάσμα που καλύπτουν προδίδει πως η κίνηση αυτή δεν αποτέλεσε μια συνήθεια των τελευταίων ετών της ζωής του, οπότε και αποφάσισε να τα δωρίσει στον φίλο και συνεργάτη του Πέτρο Βαμπούλη. Γνώριζε καλά την αξία του κάθε σχεδίου και ότι θα μπορούσε καθένα από αυτά να φανεί χρήσιμο στις μετέπειτα γενιές ζωγράφων. Φυσικά, σχεδόν τα μισά από αυτά προέρχονται από την πενταετία 1960- 1965 και αυτό ακριβώς προσδίδει ακόμη μεγαλύτερη αξία στη συλλογή, εφόσον δεν είναι γνωστός μεγάλος αριθμός έργων από αυτή την πενταετία, ενώ παράλληλα προσφέρονται στο φιλότεχνο κοινό καρποί της πλήρους ζωγραφικής του ωριμότητας. Εξαιρετικής μάλιστα σημασίας θεωρούμε την πιθανή σύνδεση τριών σχεδίων (σχέδια υπ’ αριθμόν 06, 07 & 55) με το παρεκκλήσιο του Αγίου Γερασίμου στην Πολυκλινική Αθηνών (1965), που αποτελεί και το κύκνειο άσμα του ζωγράφου.

 

Άξια αναφοράς είναι η σύνδεση ενός πραγματικά μεγάλου αριθμού σχεδίων με εντοίχια έργα και βιβλία του Κόντογλου, η οποία πραγματοποιήθηκε έπειτα από ενδελεχή αναζήτηση και αρκετή υπομονή, με εξαίρεση τις περιπτώσεις των προαναφερθέντων σχεδίων του Αστρολάβου και του Προφήτη Δανιήλ, που αποτελεί αντίγραφο, βάσει επιγραφής, της αντίστοιχης τοιχογραφίας του ναού του Αγίου Γεωργίου στο Staro Nagoričino στη Βόρεια Μακεδονία (1317-1318), (σχέδιο υπ’ αριθμ. 65). Κάποια από αυτά φαίνεται πως χρησίμευσαν ως προσχέδια και μικρογραφίες για την τελική αντιγραφή των παραστάσεων στον ναό του Αγίου Νικολάου της οδού Αχαρνών (μάλλον 1957-1964), αφού ταυτίζονται με αρκετές από τις τοιχογραφικές παραστάσεις του (βλ. για παράδειγμα το σχέδιο υπ’ αριθμόν 14). Μάλιστα, ο ίδιος ο Κόντογλου σε επιστολή του θίγει αυτό το ζήτημα και αναφέρεται συγκεκριμένα στις τοιχογραφίες του Αγίου Νικολάου.

Εν κατακλείδι, μέσα από το σύνολο των σχεδίων αυτής της συλλογής διαπιστώνουμε, όπως και οι παλαιότεροι ερευνητές, για άλλη μία φορά το πνευματικό βάθος, τις ανεξάντλητες γνώσεις και την καλλιτεχνική ευελιξία αυτού του τόσο σπουδαίου καλλιτέχνη του περασμένου αιώνα, που εμπνέεται αέναα και χωρίς περιορισμούς από την καλλιτεχνική παράδοση των βυζαντινών και των μεταβυζαντινών αιώνων, αλλά και την αρχαία τέχνη, και αξιοποιεί τις αρχές της τόσο στο θρησκευτικό, όσο και στο κοσμικό του έργο. Δεν αντιγράφει άκριτα και στείρα παραστάσεις των παλαιότερων δημιουργών ούτε νοσταλγεί με τρόπο γραφικό την τέχνη του παρελθόντος. Λαμβάνει στοιχεία μιας γόνιμης παράδοσης, τα επεξεργάζεται και με τρόπο δημιουργικό τα αναπλάθει, αφήνοντας την προσωπική του σφραγίδα και καθιστώντας το έργο του εύκολα αναγνωρίσιμο, ακόμη και όταν είναι ανυπόγραφο. Σέβεται τους μεγάλους καλλιτέχνες, επωνύμους μα και ανωνύμους, αντιγράφει έργα τους και εμπνέεται από αυτά, ώστε να συνεχίσει με τρόπο επάξιο το θεάρεστο διακόνημά τους: Ὁ δὲ ἁγιογράφος δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνας τεχνίτης ὁποὺ κάμνει μίαν ἀναπαραστατικὴν ζωγραφίαν ἐπάνω εἰς κάποια θέματα θρησκευτικά, ἀλλὰ ἔχει πνευμα τικὸν ἀξίωμα καὶ πνευματικὴν διακονίαν, τὴν ὁποίαν ἐπιτελεῖ εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ὡς ὁ ἱερεὺς καὶ ὁ ἱεροκῆρυξ (Φ. Κόντογλου, Έκφρασις της ορθοδόξου εικονογραφίας, τ. Α΄, σ. ιε΄).

Σημείωση: Το παραπάνω σύντομο άρθρο βασίζεται στα συμπεράσματα της μονογραφίας μας Μια ζωγραφική «Βίβλος» αποκαλύπτεται: σχέδια και σκαριφήματα

 

του Φώτη Kόντογλου σε λεύκωμα ιδιωτικής συλλογής, εκδ. Μουσείου Μπενάκη, Αθήνα 2020.

Scroll to Top
Μετάβαση στο περιεχόμενο