Γράφει ο Πέτρος Γαλάνης
Η εκδήλωση κοινωνικά μη αποδεκτών μορφών συμπεριφοράς από τους/τις μαθητές/τριες της Α/θμιας και Β/θμιας εκπαίδευσης απασχολεί έντονα τη σχολική κοινότητα, καθώς και τους γονείς των παιδιών και εφήβων.
Γιατί οι μαθητές/τριες εκδηλώνουν κοινωνικά μη αποδεκτές μορφές συμπεριφοράς;
Τα προβλήματα συμπεριφοράς συνήθως αποδίδονται μονοδιάστατα σε παθολογικούς παράγοντες (π.χ. ΔΑΦ, ΔΕΠΥ, Ψυχικές Διαταραχές) και σε χαρακτηριστικά της προσωπικότητας των παιδιών/εφήβων. Όμως τα αίτια της εκδήλωσης των προβλημάτων συμπεριφοράς είναι πολυδιάστατα. Σαφώς και προσωπικά χαρακτηριστικά των παιδιών/εφήβων παίζουν καθοριστικό ρόλο, όχι, όμως στη βάση της παθολογίας τους, όσο άλλων συμπτωμάτων που απορρέουν από τη συγκεκριμένη κατάσταση. Για παράδειγμα, τα ελλείμματα στις κοινωνικές και επικοινωνιακές δεξιότητες των παιδιών/εφήβων με Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος (ΔΑΦ), καθώς και τα ελλείμματα στις επιτελικές λειτουργίες (και κυρίως η αδυναμία ελέγχου της παρόρμησης και αυτοελέγχου) που εμφανίζουν οι μαθητές/τριες με ΔΕΠΥ, καθώς και οι μαθητές/τριες με συναισθηματικές διαταραχές, αυξάνουν τις πιθανότητες εκδήλωσης κοινωνικά μη αποδεκτών μορφών συμπεριφοράς. Παράλληλα, σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν και ιδιοσυγκρασιακοί παράγοντες, όπως, για παράδειγμα, η συνεχής ματαίωση από τη σχολική αποτυχία, οι αλλαγές σε συναισθηματικό επίπεδο που συνδέονται με την εφηβεία, η επίδραση του κοινωνικού περίγυρου των ομηλίκων και η αγωνία για το κοινωνικό τους status. Εξίσου καθοριστικό ρόλο έχει το σχολικό και οικογενειακό περιβάλλον των παιδιών και εφήβων, καθώς τα προβλήματα συμπεριφοράς είναι απόρροια του ιστορικού μάθησης, αλλά και της προσπάθειας των παιδιών/εφήβων να αλληλεπιδράσουν με το κοινωνικό περιβάλλον. Για παράδειγμα, κοινωνικά μη αποδεκτές αντιδράσεις που έχουν ενισχυθεί από το σχολικό και οικογενειακό περιβάλλον για μεγάλο χρονικό διάστημα, καθώς επιτρέπουν συστηματικά στο άτομο που τις εκδηλώνει να πετύχει το σκοπό του (π.χ. να διαφύγει από τις σχολικές εργασίες), παγιώνονται και είναι δύσκολο να αντικατασταθούν από άλλες κοινωνικά αποδεκτές μορφές συμπεριφοράς (π.χ. να ζητά βοήθεια στη σχολική μελέτη, να ζητά διάλειμμα).
Ποιες είναι οι επιπτώσεις των προβλημάτων συμπεριφοράς;
Η εκδήλωση προβλημάτων συμπεριφοράς έχει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις σε ατομικό και κοινωνικό επίπεδο. Παρεμποδίζουν την ομαλή σχολική και κοινωνική προσαρμογή του/της μαθητή/τριας που την εκδηλώνει, αλλά και την μαθησιακή του/της πρόοδο. Στιγματίζουν το παιδί ή τον έφηβο, αυξάνοντας τις πιθανότητες κοινωνικής απομόνωσης και περιθωριοποίησης, καθώς και την πιθανότητα φοίτησης του σε τμήμα ένταξης ή της υποστήριξής του όλες τις ώρες της ημέρας από εκπαιδευτικό παράλληλης στήριξης. Παράλληλα, τα προβλήματα συμπεριφοράς διαταράσσουν το κλίμα της σχολικής τάξης, την παιδαγωγική σχέση με τους εκπαιδευτικούς, τις σχέσεις μεταξύ των ομηλίκων και παρεμποδίζουν τη μάθηση όλων των μαθητών του τμήματος. Η αντιμετώπισή τους απαιτεί αρκετούς πόρους (π.χ. παράλληλη στήριξη) και χρόνο, ο οποίος αντί να δαπανάται για τη διδασκαλία του γνωστικού αντικειμένου, αφιερώνεται στη διαχείριση της σχολικής τάξης. Τέλος, η εκδήλωση συχνών και έντονων προβλημάτων συμπεριφοράς δοκιμάζει την ψυχική ανθεκτικότητα των εκπαιδευτικών, καθώς οδηγούν σε ματαίωση, ανάπτυξη αισθήματος αναποτελεσματικότητας και εν τέλει σε εργασιακή εξουθένωση.
Σε επόμενο άρθρο θα παρουσιαστούν παρεμβάσεις σε ατομικό, σχολικό και οικογενειακό επίπεδο που συμβάλλουν στη μείωση της συχνότητας και της έντασης των προβλημάτων συμπεριφοράς που εκδηλώνουν τα παιδιά και οι έφηβοι με και χωρίς Ειδικές Εκπαιδευτικές Ανάγκες.