Γράφει η Καρίπη Σπυριδούλα
Οι έρευνες για τη Νοηματική Γλώσσα (ΝΓ) οδήγησαν σε καινούρια ερευνητικά ερωτήματα για την καταλληλότητα διαφόρων εκπαιδευτικών συστημάτων που χρησιμοποιούνταν στην εκπαίδευση των Κωφών. Η αποδοχή της ΝΓ ως πρώτη γλώσσα των παιδιών με προβλήματα ακοής συνέβαλε αποφασιστικά στη διερεύνηση και υιοθέτηση της δίγλωσσης προσέγγισης στην εκπαίδευση των Κωφών μαθητών. Παράγοντες που οδήγησαν στην εφαρμογή δίγλωσσων εκπαιδευτικών προγραμμάτων ήταν η επιστημονική τεκμηρίωση της απόλυτης ισοτιμίας των ΝΓ με τις ομιλούμενες γλώσσες (Stokoe, 1960), η αμφισβήτηση προηγούμενων εκπαιδευτικών μεθόδων (προφορική και ολική προσέγγιση), η αποτελεσματικότητα δίγλωσσων προγραμμάτων σε παιδιά άλλων γλωσσικών μειονοτήτων (Baker, 2001) και τέλος η επιτυχία της εφαρμογής δίγλωσσων προγραμμάτων σε Κωφά παιδιά στις Σκανδιναβικές χώρες, τα οποία παρουσίασαν υψηλά επίπεδα αναγνωστικής ικανότητας και συνολικής σχολικής επίδοσης (Mahshie, 1995).
Τα ερευνητικά αποτελέσματα για την μη επαρκή χρήση μιας γλώσσας από τα κωφά παιδιά κατά την εφαρμογή της προφορικής μεθόδου, οδήγησαν στην αναθεώρηση των εκπαιδευτικών συστημάτων που δίνουν έμφαση στην ομιλία, κάνουν συστηματική χρήση βοηθητικών συστημάτων ενίσχυσης της υπολειμματικής ακοής και δεν επιτρέπουν οποιαδήποτε διαμεσολάβηση χειρονομιών ή νοημάτων.
Από την άλλη, η φιλοσοφία της ολικής επικοινωνίας ορίζει χρήση ενός ευρέως φάσματος σχετικά διαφοροποιημένων τρόπων επικοινωνίας οι οποίοι διαφέρουν μεταξύ τους ως προς το βαθμό χρήσης της ομιλίας, της γραφής, της νοηματικής γλώσσας ή άλλων σκόπιμα δημιουργημένων οπτικο- κινητικών συστημάτων που έχουν ως στόχο την όσο το δυνατό πιο πιστή απόδοση της γλώσσας των ακουόντων. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα μεικτό κώδικα ο οποίος αποτελεί ανάμειξη της προφορικής γλώσσας και της ΝΓ της κοινότητας των Κωφών (Lane, Hoffmeister & Bahan, 1996).
Με τον τρόπο αυτό ωστόσο, δεν διασφαλίζεται ο διαχωρισμός των δύο γλωσσών με αποτέλεσμα τα Κωφά παιδιά να παρουσιάζουν ελάχιστη γλωσσική επάρκεια και στις δύο γλώσσες (φτωχό λεξιλόγιο, αδυναμία έκφρασης τόσο σε «προφορικό» όσο και σε γραπτό λόγο, δυσκολία έκφρασης μσυναισθημάτων), κατάσταση που στην επιστήμη της διγλωσσίας αναφέρεται με τον όρο διπλή ημιγλωσσία (Γρίβα & Στάμου, 2014).
Σύμφωνα με έρευνες, εκθέτοντας πρώιμα Κωφά παιδιά σε μια ΝΓ, επιτυγχάνονται η σταδιακή ωρίμανση της γλώσσας και τα ανάλογα αναπτυξιακά ορόσημα των ακουόντων παιδιών (Hatzopoulou, 2008). Η γνώση μιας οπτικής, προσβάσιμης γλώσσας βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με το βαθμό κατάκτησης της γνώσης και της κατανόησης της γραπτής γλώσσας από τα κωφά παιδιά και κατά συνέπεια της εγγραμματοσύνης τους (Albertini & Schley, 2003· Hoffmeister, 1994).
Στη δίγλωσση εκπαίδευση, η ΝΓ είναι η πρώτη και κυρίαρχη γλώσσα και πρέπει να καλλιεργηθεί συστηματικά η εκμάθησή της όπως συμβαίνει και στις ομιλούμενες και γραπτές γλώσσες της κοινωνίας των ακουόντων. Στόχος η απόκτηση μεταγλωσσικών δεξιοτήτων και μεταφορά αυτών στην δεύτερη γλώσσα (ομιλούμενη ή γραπτή γλώσσα).
Μια από τις τελευταίες έρευνες (Hoffmeister & Caldwell-Harris, 2014) που μιλάει για την κατάκτηση των δύο γλωσσών (ΝΓ και γραπτής γλώσσας), αναφέρει ότι η δεύτερη γλώσσα για τα κωφά παιδιά μπορεί να επιτευχθεί με την έκθεση στην γραπτή μορφή της ομιλούσας γλώσσας, χωρίς αναγκαία να εκτεθούν στην προφορική μορφή της γλώσσας. Έχοντας θεμελιώσει μια πρώτη ΝΓ, σύμφωνα με τον περιγραφικό μοντέλο των Hoffmeister & Caldwell-Harris, τα κωφά παιδιά για να μάθουν να διαβάζουν, αρχικά συσχετίζουν έννοιες της ΝΓ με το γραπτό λόγο, στη συνέχεια, τις αντιστοιχούν και χτίζουν το λεξιλόγιό τους, και τέλος μελετούν το γραπτό κείμενο με ένα δίγλωσσο τρόπο, χτίζοντας τη γνώση της γραπτής γλώσσας μέσω της ανάγνωσης. Το μοντέλο αυτό προτείνει ότι πολλά περισσότερα κωφά παιδιά θα μπορούσαν να γίνουν καλοί αναγνώστες εάν τα σχολικά συστήματα χρησιμοποιούσαν ΝΓ ως μέσο διδασκαλίας για την απόκτηση της δεύτερης γλώσσας αντί να προσαρμόζουν αναλυτικά προγράμματα που χρησιμοποιούνται για τα ακούοντα παιδιά. Η ήδη δύσκολη διαδικασία απόκτησης δεύτερης γλώσσας επιδεινώνεται σε μεγάλο βαθμό όταν τα παιδιά έχουν περιορισμένη έκθεση σε ΝΓ πριν αρχίσουν τη φοίτηση τους στο σχολείο. Χωρίς μια ισχυρή πρώτη γλώσσα, δεν πραγματοποιείται με επιτυχία η παραπάνω διαδικασία και τα παιδιά κατακτούν περιορισμένο λεξιλόγιο και απλές συντακτικές δομές.
Τα δίγλωσσα εκπαιδευτικά προγράμματα στοχεύουν, εκτός από στη γνωστική, και στην κοινωνικο-συναισθηματική πρόοδο των Κωφών μαθητών. Κρίνεται έτσι επιβεβλημένη η επαφή των Κωφών παιδιών με την κοινότητα Κωφών ώστε να γνωρίσουν τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά της, να αναπτύξουν θετικά συναισθήματα και στάση απέναντι της, με απώτερο στόχο την ανάπτυξη μιας υγιούς ταυτότητας. Τα κωφά παιδιά ακουόντων γονέων θα πρέπει να έρχονται σε επαφή με την κοινότητα των Κωφών ώστε να γνωρίσουν και να κατανοήσουν τις πολιτισμικές αξίες της κοινότητας των Κωφών και τον τρόπο χρήσης της γλώσσας.