Γράφει ο Άγγελος Βαλλιανάτος
Ο διάλογος βρίσκεται στο θεμέλιο του ανθρώπινου πολιτισμού. Πρόκειται για μια πολύ παλιά ιστορία. Σύμφωνα με τον Y. N. Harari, ξεκινάει περίπου 70.000 χρόνια πριν. Η δυνατότητά μας να μιλάμε διευκόλυνε την συνύπαρξή μας, ο πλούτος της γλώσσας έδωσε λέξεις στα συναισθήματα και εργαλείο στην αποτύπωση των αφηρημένων εννοιών. Μιλώντας εκφράζουμε τις ανάγκες μας και ανταλλάσσουμε πληροφορίες που 18 χρειαζόμαστε για να ζήσουμε, συνομιλώντας μοιραζόμαστε τον κόσμο στον οποίο συνυπάρχουμε ως άνθρωποι.
Αναφερόμαστε λοιπόν σε αρχέγονα στοιχεία της εξέλιξής μας. Η μελέτη της συνθετότητάς τους και η παρατήρηση της εξέλιξής τους είναι συναρπαστική. Δεν θα το κάνουμε τώρα, θα τα κρατήσουμε όμως, ώστε να αποδώσουμε στον διάλογο και στην επικοινωνία την θεμελιώδη σημασία που έχουν. (Διαβάστε εδώ το απόσπασμα από το βιβλίο Sapiens του Υ. Ν. Harari)
– ο διάλογος είναι εργαλείο δημοκρατίας και ειρήνης
Στον διάλογο έχουν εξελιχθεί πάρα πολλές τεχνικές. Είναι ανάλογες με τον σκοπό, το περιεχόμενο και τα μέρη του. Θα αναφερθούμε σ’ αυτά παρακάτω. Όμως οι τεχνικές δεν είναι αρκετές από μόνες τους. Έχουμε ανάγκη από τον ουσιαστικό λόγο για τον οποίο επιδιώκουμε τον διάλογο, την εφαρμογή τεχνικών διαλόγου, την επιλογή να εργαζόμαστε ως εμψυχωτές και εμψυχώτριες με ομάδες. Ο διάλογος από παλιά έως τις σύγχρονες θεωρίες μάθησης παρουσιάζεται ως το πιο αποτελεσματικό εργαλείο αυτογνωσίας και συμβίωσης. Είναι, δηλαδή, μοχλός της ειρήνης και της δημοκρατίας. Βοηθάει τα μέλη της κοινωνίας να γίνουν ειρηνικοί άνθρωποι, αλλά παράλληλα τους εξοικειώνει με τις γνώσεις, τις δεξιότητες και τις στάσεις που απαιτούνται ώστε να υπηρετήσουν την αξία της ειρήνης, να γίνουν ειρηνοποιοί. Αυτή η παράμετρος διερμηνεύει τον διάλογο ως τέχνη. Στην ουσία του και στη δουλειά μας, ο διάλογος είναι εργαλείο ειρήνης. Ένας διάλογος που ακολουθεί αυτήν την διαδικασία, είναι άσκηση δημοκρατίας στην πράξη. Γιατί όπως αναφέρει ο Αριστοτέλης (Πολιτικά, Α, 1253α 7-19), «ο άνθρωπος είναι ζώο κοινωνικό κι απ’ όλα τα ζώα μόνο εκείνος έχει το χάρισμα του έναρθρου λόγου. Ενώ ο άναρθρος λόγος φανερώνει το «λυπηρό» και το «ηδονικό», ο έναρθρος εκφράζει το «συμφέρον» και το «βλαβερό», αλλά και το δίκαιο και το άδικο. Μόνο ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται λοιπόν τι είναι καλό και κακό, δίκαιο και άδικο και τα άλλα. Και η κοινωνία σε αυτά θεμελιώνει την οικία και την πόλη, όπου η πόλη είναι πιο σημαντική από την οικία και τον καθένα μας, σύμφωνα με την φύση των πραγμάτων.»
– μαιευτική
Η πρώτη ίσως καταγεγραμμένη τεχνική διαλόγου είναι η μαιευτική του Σωκράτη (Πλάτωνος Μένων, 81γ86β). Απόλυτα σχετική με τη δουλειά του εμψυχωτή και της εμψυχώτριας, αφού είναι λόγος περί αρετής. Η πίστη του Σωκράτη ότι η ψυχή είναι αθάνατη και ξαναγεννιέται, οπότε έχει γνώση του κόσμου και του άδη, είναι ζήτημα επιλογής. Εκείνο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για την τεχνική του διαλόγου ειναι η παραδοχή ότι δεν υπάρχει διδαχή αλλά ανάμνηση, ότι κάθε άνθρωπος, αν θυμηθεί τη γνώση του, είναι ικανός να ανασύρει από μέσα του όλα τα άλλα, που ήδη τα γνωρίζει, φτάνει μόνο να έχει θάρρος και επιθυμία να 19 ερευνά. Στην εμψύχωση, χρειάζεται θάρρος ώστε να τηρείται η βασική αρχή του διαλόγου, ότι σκοπός του είναι να γίνουν γνωστές όσο περισσότερες γνώμες και απόψεις υπάρχουν και όχι να επιλεγεί μία άποψη έναντι κάποιας άλλης. Οι τελικές αποφάσεις ανήκουν μάλλον σε μια προσωπική διαδικασία που χρειάζεται νηφαλιότητα και χρόνο. Με άλλα λόγια, ο διάλογος ως εργαλείο εμψύχωσης προσφέρει ποικιλία πληροφοριών (γνώσεων), ασκεί ατομικές και κοινωνικές δεξιότητες και καλλιεργεί στάσεις, ώστε τα μέλη της ομάδας να μην κουράζονται να υπηρετούν αξίες.
Εκεί που διαφέρει η μαιευτική του Σωκράτη, όπως την παραθέτει ο Πλάτωνας, από την δουλειά της εμψυχώτριας και του εμψυχωτή, είναι ότι δεν μπορούμε να φανταστούμε την διαδικασία του διαλόγου χωρίς τον ίδιο τον Σωκράτη, που καθοδηγεί τον μικρό δούλο ξεδιπλώνοντας τη δική του διαδρομή σκέψης. Όλα τα επιχειρήματα και η δομή του διαλόγου εκφράζονται από τον Σωκράτη, περιορίζοντας την συμμετοχή του παιδιού σε αρνήσεις, καταφάσεις και ελάχιστες περιγραφές. Στην εμψύχωση, ο εμψυχωτής και η εμψυχώτρια ασκούν την τεχνική του διαλόγου με το να γίνονται όσο τον δυνατόν περισσότερο αφανείς, σχεδόν αόρατοι, ώστε να δώσουν τη δυνατότητα στα μέλη της ομάδας να ενδοσκοπήσουν, να εκφράσουν, να πληροφορηθούν, να εμπλουτισθούν, τελικά να διαλεχθούν να διαπραγματευτούν ώστε να αποφασίσουν.